Ακρόαση άρθρου......

Στη διαθέσιμη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφονται ποικίλες συνέπειες που εμφανίζονται μακροπρόθεσμα στην ενήλικη ζωή ατόμων που έχουν υποστεί παιδική κακοποίηση. Αξίζει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι ανάμεσα στους ενήλικες με κακοποίηση στην παιδική ηλικία υπάρχουν και εκείνοι που δεν παρατηρούνται σε κάποια από τις κατηγορίες των συνεπειών που θα αναλυθούν αλλά εκδηλώνουν αξιοσημείωτη ψυχική ανθεκτικότητα.

Ένα βασικό κοινό για άνδρες και γυναίκες μοτίβο στις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης είναι η πολύ χαμηλή ποιότητα στις στενές συναισθηματικές σχέσεις, η οποία μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες, όπως προτείνουν τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα. Ένας πιθανός λόγος, λοιπόν, μπορεί να είναι ότι άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία έχουν μάθει δυσλειτουργικά μοτίβα συσχέτισης και όχι υγιείς και κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους συσχέτισης.

Έτσι, αναπόφευκτα μειονεκτούν στην ανάπτυξη κοινωνικοσυναισθηματικών δεξιοτήτων οι οποίες είναι απαραίτητες για την υποστήριξη μιας υγιούς ικανοποιητικής σχέσης. Επίσης, παιδιά με ιστορικό κακοποίησης έχουν σχηματίσει ένα δυσλειτουργικό σύστημα πεποιθήσεων για τον εαυτό τους καθώς έχουν εκπαιδευθεί να πιστεύουν ότι δεν αξίζει να αγαπιούνται και να εισπράττουν φροντίδα. Ενώ μάλιστα μεγαλώνουν και αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πληρέστερα την έννοια της κακοποίησης, μπορεί να αρχίσουν να αναπτύσσουν την ιδέα ότι οι άλλοι δεν είναι προβλέψιμοι και αξιόπιστοι και επομένως η προσκόλληση σε αυτούς είναι ένα επικίνδυνο ρίσκο που δεν είναι πλέον πρόθυμοι να πάρουν.

Όλες οι προαναφερόμενες δυσκολίες αυξάνουν τις πιθανότητες ένα πρώην κακοποιημένο άτομο να επιλέξει ως σύντροφό του ένα άτομο που έχει κοινές δυσκολίες με το ίδιο, δηλαδή υστερεί κοινωνικοσυναισθηματικά και έχει θέματα προσκόλλησης, κάτι που με τη σειρά του αυξάνει τις πιθανότητες να εμπλακεί το άτομο σε μια φτωχή συναισθηματική σχέση. Τέλος, οι έρευνες δείχνουν ότι άτομα με ιστορικό κακοποίησης βιώνουν υψηλότερα επίπεδα συναισθημάτων ντροπής τα οποία μπορεί να κάνουν το άτομο να νιώθει ανάξιο να αγαπηθεί και έτσι να μην επιτρέπει στους άλλους να το πλησιάσουν.

Επιπλέον, τα ίδια συναισθήματα ντροπής στο πλαίσιο μιας οικείας/στενής συναισθηματικής σχέσης, όπου το άτομο αρχίζει  να αισθάνεται ότι κομμάτια του εαυτού του που θέλει να κρατήσει κρυμμένα εκτίθενται, επιτείνονται, οδηγούν σε έντονο άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς τα οποία έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα της συναισθηματικής σχέσης (Larsen, Sandberg, Harper, & Bean, 2011. Springer, Sheridan, Kuo, & Carnes, 2003).    

Ένα μεγάλο κομμάτι της υπάρχουσας ερευνητικής βιβλιογραφίας συσχετίζει το ιστορικό σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία με σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική υγεία κατά την ενήλικη ζωή, όπως προβλήματα ύπνου, εφιάλτες, συχνοί πονοκέφαλοι, πόνοι στην πλάτη, στο στήθος, στο στομάχι, κοφτή αναπνοή, αισθήματα κόπωσης, προβλήματα διάρροιας, προβλήματα στην ούρηση, αισθήματα κόπωσης και οποιοδήποτε άλλο σωματικό σύμπτωμα που δεν μπορεί να εξηγηθεί ιατρικά. Ένα εξίσου μεγάλο κομμάτι της ερευνητικής αρθρογραφίας έχει συσχετίσει τη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση με την πρώτη έναρξη ψυχοπαθολογίας στην ενήλικη ζωή. Ποικίλες ψυχιατρικές καταστάσεις έχουν συσχετιστεί θετικά, όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, μετατραυματικό άγχος, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, σεξουαλικές διαταραχές.

Τα αρνητικά βιώματα της κακοποίησης φαίνεται να διαμορφώνουν ένα διαστρεβλωμένο σύστημα πεποιθήσεων το οποίο συνεισφέρει στην ανάπτυξη γνωστικής ευαλωτότητας και ειδικότερα της μαθημένης αβοηθησίας και του εξωτερικού τόπου ελέγχου. Συγκεκριμένα για τις αγχώδεις και συναισθηματικές διαταραχές, η ηλικία εμφάνισης μπορεί να φτάσει και τα 41 χρόνια καταδεικνύοντας έτσι ξεκάθαρα τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των ψυχιατρικών επιδράσεων της παιδικής κακοποίησης στην ενήλικη ζωή. Η συναισθηματική κακομεταχείριση συσχετίζεται ισχυρότερα με την κατάθλιψη από ότι με τις αγχώδεις διαταραχές ενώ η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση εμφανίζουν ισότιμη συσχέτιση με την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές αντίστοιχα (Hovens, Wiersma, Giltay, Van Oppen, Spinhoven, Penninx, & Zitman, 2010. Springer, Sheridan, Kuo, & Carnes, 2003).

Επιπρόσθετα, όλες οι μορφές παιδικής κακοποίησης (σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική και παραμέληση) συσχετίζονται με υψηλά επίπεδα αυτοκτονικού ιδεασμού, πρόθεσης, σχεδιασμού και απόπειρας. Σε αυτή τη συσχέτιση βέβαια εμπλέκονται μια σειρά από μεταβλητές, οι οποίες συσχετίζονται τόσο με την κακοποίηση όσο και με τον αυτοκτονικό ιδεασμό, όπως χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, χαμηλή γονείκή εκπαίδευση, γονεϊκές εξαρτήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά), συχνές οικογενειακές συγκρούσεις, διαζύγιο, συμπεριφορές κινδύνου στη ενήλικη ζωή, (εξαρτήσεις), χρόνιος πόνος, άγχος, κατάθλιψη.

Το εντυπωσιακό είναι ότι, ακόμη και όταν οι περισσότεροι από τους προαναφερόμενους εμπλεκόμενους παράγοντες ελέγχονται, η συσχέτιση μεταξύ της κακοποίησης και του αυτοκτονικού ιδεασμού παραμένει ισχυρή, Η θεωρητική άποψη που έχει διατυπωθεί για αυτήν την ανεξάρτητη συσχέτιση είναι ότι, όταν τα παιδιά εκτίθενται σε σοβαρές μορφές κακοποίησης από μικρή ηλικία, με τα χρόνια εξοικειώνονται, συνηθίζουν και αποκτούν ανοχή στα υψηλά επίπεδα πόνου και φόβου και έτσι σταδιακά αναπτύσσουν τη ικανότητα να διαπράττουν θανατηφόρες, αυτοτραυματικές, αυτοκτονικές ενέργειες (Fuller-Thomson, Baker, & Brennenstuhl, 2012).

Αναφορικά με τις διαταραχές στην πρόσληψη τροφής είναι ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στις γυναίκες με βουλιμική ανορεξία ή ψυχογενή βουλιμία αναφέρεται συχνά σεξουαλική κακοποίηση, ενώ ανάμεσα στις γυναίκες με ψυχογενή ανορεξία αναφέρεται συχνά σεξουαλική κακοποίηση. Στην ψυχαναλυτική εξήγηση που έχει δοθεί στη ψυχογενή ανορεξία, ότι δηλαδή αποτελεί έναν τρόπο απόρριψης της ενήλικης γυναικείας σεξουαλικότητας καθώς η απώλεια της όρεξης εξισώνεται με την απώλεια της λίμπιντο, η σεξουαλική κακοποίηση φαίνεται να είναι ο “χαμένος κρίκος ” για την εξήγηση της ανορεκτικής άρνησης της γυναικείας σεξουαλικότητας (Schmidt, Humfress, & Treasure, 1997).

Τέλος, ένα φαινόμενο σε σχέση με την παιδική κακοποίηση στο οποίο έχει επικεντρωθεί το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών είναι η “διαγενεαλογική”, όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούν, μεταβίβαση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, γονείς που σε παιδική ηλικία έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο να κακοποιήσουν τα ίδια τους τα παιδιά. Μέχρι και το 1/3 της διακύμανσης για την πρόβλεψη της παιδικής κακοποίησης μπορεί να εξηγηθεί από το ιστορικό κακοποίησης του γονέα. Αυτή η μερίδα των γονέων, και ειδικότερα έφηβες μητέρες χαμηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης, αναφέρουν λιγότερα αισθήματα αυτοπεποίθησης για τον γονεϊκό τους ρόλο και λιγότερη ικανότητα συναισθηματικού ελέγχου. Βασίζονται στα παιδιά τους για συναισθηματική υποστήριξη, ενεργούν πιο επιτρεπτικά/ανεκτικά, προωθούν ακατάλληλη αναπτυξιακά αυτονομία στα παιδιά τους, είναι μη συναισθηματικά διαθέσιμες, είναι πιο ευερέθιστες, επικριτικές, απορριπτικές στη σχέση τους με το παιδί/βρέφος και συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τιμωρητικό και πειθαρχικό τρόπο διαπαιδαγώγησης με συχνά σκληρές σωματικές τιμωρίες.

Άστο γι’ αύριο! Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα στο χώρο εργασίας
Το διαδικτυακό σεμινάριο διοργανώνεται από το PSYCHOLOGY.GR, με εισηγήτρια την ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, Άρτεμις Αντωνίου.

Γενικά, στις αλληλεπιδράσεις τους με τα παιδιά είναι περισσότερο επικεντρωμένες στον εαυτό τους από ότι στο παιδί τους με το οποίο εμπλέκονται ελάχιστα. Η χαμηλή γονεϊκή εμπλοκή των κακοποιημένων μητέρων με το βρέφος τους και η έλλειψη ενσυναίσθησης που εκδηλώνουν στις ανάγκες του έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στο “κακοποιημένο” παιδί/βρέφος τους, και πιο συγκεκριμένα στην διαμόρφωση της συναισθηματικής του διάθεσης, στις αυτό-ρυθμιστικές του ικανότητες και στις ικανότητες συγκέντρωσης/προσοχής, ενώ έντονα συμπτώματα οργής, φόβου και κατάθλιψης εμφανίζονται συχνά στην πρώιμη παιδική ηλικία. Οι θεωρητικές εξηγήσεις που έχουν προταθεί πολλές.

Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η σχέση ανάμεσα στην παιδική κακοποίηση της μητέρας και στην κακοποίηση του παιδιού της  μπορεί να διαμεσολαβείται από  τα μητρικά συμπτώματα μορφών ψυχοπαθολογίας που είναι κοινές στις μητέρες αυτές, όπως τα συμπτώματα κατάθλιψης ή μετατραυματικού άγχους. Έτσι, δημιουργούνται αισθήματα συναισθηματικής αποσύνδεσης (λόγω της κατάθλιψης) ή ανεξήγητος φόβος, ευερεθιστότητα εξαιτίας αναμνήσεων που πυροδοτούνται ξαφνικά κατά την αλληλεπίδραση με το βρέφος/παιδί στα πλαίσια της συμπτωματολογίας του μετατραυματικού άγχους, στοιχεία που σαφώς συνεισφέρουν αρνητικά στη σχέση γονέα-παιδιού.

Ένας άλλος πιθανός μηχανισμός, σύμφωνα με το μοντέλο κοινωνικής μάθησης του Bandura, είναι ότι οι μητέρες που έχουν υποστεί κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία δεν είναι γνωστικά έτοιμες για την ανατροφή των παιδιών τους και δεν έχουν πρόσβαση σε θετικές στρατηγικές διαπαιδαγώγησης, καθώς κατά την δική τους παιδική ηλικία δεν τους δόθηκαν στο οικογενειακό τους πλαίσιο επαρκείς ευκαιρίες να παρατηρήσουν μοντέλα ορθής γονεϊκής συμπεριφοράς.  Αντίθετα, λοιπόν, έχουν μάθει ότι μόνο η σκληρή διαπαιδαγώγηση μπορεί να είναι αποδοτική και ότι μόνο με αυτήν ο γονέας μπορεί να κερδίσει την υπακοή των παιδιών. Όταν, επομένως, ο γονέας βρεθεί σε μια στρεσσογόνο αλληλεπίδραση με το παιδί, δεδομένου κιόλας ότι γονείς με ιστορικό κακοποίησης μπορεί να είναι όπως προαναφέραμε λιγότερο ανεκτικοί και περισσότερο ευερέθιστοι, είναι πολύ πιθανό ότι αυτή η έλλειψη επαρκούς γονεϊκής γνώσης και γνωστικής ετοιμότητας να τον οδηγήσει να αναπαράγει τις εσφαλμένες σκληρές τιμωρητικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν και στον ίδιο ή στα αδέλφια του όταν ήταν μικρός.

Είναι προφανές ότι, κλινικά προγράμματα παρέμβασης για το ίδιο το παιδί που κακοποιείται αλλά και προγράμματα πρόληψης που ως στόχο θα έχουν τον εμπλουτισμό των δεξιοτήτων και των στρατηγικών πειθαρχίας, που χρησιμοποιούν γονείς με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης συμπεριφορών κακοποίησης στα παιδιά τους, με κατάλληλες πρακτικές διαπαιδαγώγησης, κατάλληλες γονεϊκές στάσεις και αντιλήψεις, είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να σπάσει αυτός ο “διαγενεαλογικός κύκλος κακοποίησης” (Bert, Guner, & Lanzi, 2009. Lang, Gartstein, Rodgers, & Lebeck. 2010).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Bert, S.C., Guner, B.M., & Lanzi, R.G. (2009). The Influence of Maternal History of Abuse on Parenting Knowledge and Behavior. Family Relations, 58, 176-187.

2. Fuller-Thomson, E., Baker, T.M., & Brennenstuhl, S. (2012). Evidence Supporting an Independent Association between Childhood Physical Abuse and Lifetime Suicidal Ideation. Suicide and Life-Threatening Behavior, 42, 279-291. 

3. Hovens, J.G.F.M., Wiersma, J.E., Giltay, E.J., Van Oppen, P., Spinhoven, P., Penninx, B.W.J.H., & Zitman, F.G. (2010).  Childhood life events and childhood trauma in adult patients with depressive, anxiety and comorbid disorders vs. controls. Acta Psychiatrica Scandinavica, 122, 66-74.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR